- εναφέψω
- ἐναφέψω (Α)1. βράζω μέσα σε νερό βότανο ή άλλο φάρμακο, παρασκευάζω αφέψημα2. μέσ. (για βότανα) λαμβάνομαι ως αφέψημα («μυρσίνης ἐναφεψημένος», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναφεψῶ — ἐν , ἀπό ἑψάω pres imperat mp 2nd sg ἐν , ἀπό ἑψάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐν , ἀπό ἑψάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐν , ἀπό ἑψάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐν , ἀπό ἑψάω pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)